- Ταυρεών
- -ῶνος, ὁ, Αβλ. Ταυρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ταυρεῶνος — Ταυρεών masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταυρών — και Ταυρειών και Ταυρεών, ῶνος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Αλεξάνδρεια, στη Μίλητο και στην Κύζικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος / ταύρε(ι)ος + επίθημα ών που απαντά σε ονομασίες μηνών (πρβλ. Κουρε ών, Ληναι ών)] … Dictionary of Greek
Ταύρια — Αρχαιότατη γιορτή των Ελλήνων στα προχριστιανικά χρόνια. Η γιορτή γινόταν για να τιμηθεί ο Ποσειδώνας, Θυσίαζαν σε αυτήν μαύρους ταύρους και από το γεγονός αυτό πήρε την ονομασία της. Ο μήνας στον οποίο την γιόρταζαν ονομαζόταν Ταυρεών. * * * Α… … Dictionary of Greek